Το κτήριο του Μουσείου είναι κτίσμα του 15ου αιώνα, γοτθικό με μεταγενέστερες προσθήκες. Η πλούσια διακοσμημένη γοτθική καμάρα με την αξιόλογη τοιχογραφία του Ευαγγελισμού (16ος αι.), ιταλοβυζαντινής τέχνης, φέρει τμήμα ελληνικής επιγραφής και αποκαλύφθηκε το 1950. Στις αρχές του 13ου αιώνα η περιοχή ήταν Φράγκικη (Λατινική) και το τμήμα του παλαιού κτηρίου χρησιμοποιούταν ως μοναστήρι από το τάγμα των Βενεδικτίνων. Εξάλλου το τάγμα των Ιωαννιτών είχε ναό στο όνομα του αγίου του τάγματος. Ο Ούγος ο Α’ και ίσως και άλλοι φράγκοι βασιλείς τάφησαν στην περιοχή. Το κτήριο περιήλθε στην κυριότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας προ της Τουρκικής κατάκτησης της Κύπρου (1570/1). Η δύσκολη περίοδο της Τουρκοκρατίας απαιτούσε και έξυπνους τρόπους διαφυγής γι’ αυτό και εκμεταλλεύτηκαν τις μυστικές εξόδους του παλαιού μοναστηριού που εκτείνονται με υπόγειες σήραγγες κάτω από το κτήριο της παλαιάς Αρχιεπισκοπής προς το αρχοντικό του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου και το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Κάτω από το Παγκύπριο Γυμνάσιο βρίσκεται η λεγόμενη «κρύπτη των Φιλικών», από όπου συνεχίζουν οι σήραγγες προς τις κρυφές εξόδους των τειχών της Πύλης Αμμοχώστου.
Το 1950 έγιναν, από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, Μακάριο Γ, τα εγκαίνια του πρώτου μικρού μουσείου, που σταδιακά εμπλουτίστηκε και επεκτάθηκε στο ισόγειο της παλιάς Αρχιεπισκοπής. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1955-1959 το Μουσείο αναγκάστηκε, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, να κλείσει. Επίσης, το καλοκαίρι του 1974 όταν έγινε η Τουρκική εισβολή, η συλλογή μεταφέρθηκε σε ασφαλισμένες περιοχές και το Μουσείο έμεινε κλειστό για ένα χρόνο περίπου. Παρόλα αυτά οι περιπέτειες δεν είχαν τελειώσει. Τα αντικείμενα χρειάζονταν άμεση συντήρηση, η στέγη του κτιρίου ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και η υγρασία προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στα εκθέματα. Το 1990 η Α. Μ. ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄ γενναιόδωρα προσφέρθηκε να καλύψει τα έξοδα και έτσι ακολούθησαν εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 1996, όταν οι καινούργιες εκθέσεις στο ισόγειο άνοιξαν για το κοινό. Το 1990 έγιναν εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 1996, όταν οι καινούργιες εκθέσεις στο ισόγειο άνοιξαν για το κοινό.
Πολλά από τα αντικείμενα του Μουσείου αποκτήθηκαν από δωρεές, άλλα αγοράστηκαν κατευθείαν από τους χωρικούς είτε από ιδιωτικές συλλογές. Τα περισσότερα αντικείμενα προέρχονται από τις κατεχόμενες μας περιοχές. Στις συλλογές του Μουσείου υπάρχουν έργα υφαντικής, αγγειοπλαστικής, κεντητικής, μεταλλοτεχνίας, ξυλογλυπτικής, καλαθοπλεκτικής, δερματοτεχνίας, λαϊκής ζωγραφικής, φορεσιές, δαντέλες, γεωργικά εργαλεία, εργαλεία υφαντικής κ.ά. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η θύρα του Αγίου Μάμαντος (19ος), από την οποία εμπνεύστηκε για το ποίημα του «Λεπτομέρειες στην Κύπρο» ο Γιώργος Σεφέρης, φίλος του ζωγράφου και πρώτου Διευθυντή του Μουσείου, Αδαμάντιου Διαμαντή. Σήμερα το Μουσείο αριθμεί πάνω από 5000 αντικείμενα.
Το Μουσείο έχει μια μεγάλη συλλογή αργυροχρυσοχοϊας από δωρεές, όπως είναι αυτή του κατεχόμενου μοναστηριού του Αποστόλου Ανδρέα και της περίφημης συλλογής της Μαρίας Ελευθερίου- Γκαφιέρο. Επιπλέον, το 2011 το Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας έκλεισε και η συλλογή του φιλοξενείται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Σήμερα το Μουσείο αριθμεί πάνω από 5000 αντικείμενα.
Στον όροφο, ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στους ιστορικούς χώρους της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, στην ελληνική σχολή Χρυσάνθου, στο ιστορικό δωμάτιο του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, στο μέγα συνοδικό, στο χώρο της βιβλιοθήκης της παλαιάς αρχιεπισκοπής κ.α. Για την όλη δράση και προσφορά της η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών στις 24 Μαρτίου 1946.
Ωράριο λειτουργίας
- Τρίτη-Παρασκευή: 09:30-16:00
- Σάββατο: 09:00-13:00